- ἐπεδείκνυε
- ἐπιδείκνυμιexhibit as a specimenimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
показывати — ПОКАЗЫВА|ТИ (12*), Ю, ѤТЬ гл. 1.Давать возможность увидеть, показывать: и ѿтѹдѹ истекъшею кръвью раны помазавъ. тако ишьдъ показываѥть. плъть ѡчьрвлѥною кръвию. (δείκνυσι) ЖФСт к. XII, 124 об.; и искочивъ начатъ повѣдати и нозѣ показыва˫а своѥи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κοκκώνης, Ιωάννης — (Καστρί Κυνουρίας 1796 – Αθήνα 1864). Πολιτικός, συγγραφέας και παιδαγωγός. Εκπαιδεύτηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1817, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του Αποστόλου Παππά. Την περίοδο αυτή εξέδωσε … Dictionary of Greek
Κόρντομπα — I (Cόrdoba). Πόλη (308.072 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας στην Ανδαλουσία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (13.771 τ. χλμ., 761.657 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουανταλκιβίρ. Η πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο, μέσω … Dictionary of Greek
Λα Μποεσί, Ετιέν ντε- — (Étienne de La Boétie, Σαρλά 1530 – Ζερμινιάν 1563). Γάλλος συγγραφέας. Συνδέθηκε στενά με τον φιλόσοφο Μοντέν και επιδόθηκε τόσο ένθερμα στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων ώστε αναδείχθηκε σε έναν από τους πρώτους και σαφέστερους… … Dictionary of Greek
Λαγόρας — (3ος αι. π.Χ.). Κρητικός στρατηγός. Ήταν επικεφαλής σώματος Κρητών μισθοφόρων και διακρίθηκε για τις οργανωτικές και τις διοικητικές του ικανότητες, καθώς και για τη γενναιότητα που επεδείκνυε την ώρα της μάχης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ιστορικού … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Λουσοί — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας με ιερό της Άρτεμης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Καλαβρύτων (Αχαΐα), κοντά στο μικρό χωριό Λουσικό (υψόμ. 1.140 μ.). Από τα Καλάβρυτα ξεκινά δρόμος που οδηγεί μέσα από τους Άνω και Κάτω Λουσούς μέχρι το ιερό της… … Dictionary of Greek